αγωγη

αγωγη
    ἀγωγή
    ἥ
    1) ведение (sc. τοῦ ἵππου Xen.)
    2) приведение
    

— привод Aesch. ἥ ἐς τοὺς ὀλίγους ἀ. Thuc. — приведение в комиссию (для допроса)

    3) передвигание, движение
    

ἐναντία ἀ. Plat. — обратное движение;

    αἱ ἀγωγαὴ τοῦ ποδός Plat.(ритмические) движения ноги, т.е. правильное чередование стоп

    4) увод, увоз (sc. τοῦ βασιλέως Her.; sc. τοῦ Οἰδίποδος Soph.)
    5) перевозка, доставка
    

πρὸς τὰς ἀγωνὰς ὑποζυγίοις χρῆσθαι Plat. — пользоваться для перевозок вьючными животными

    6) отъезд, поездка
    

τέν ἀγωγέν διὰ τάχους ποιεῖσθαι Thuc., — ускорить свой отъезд

    7) поход
    

(αἱ πολεμικαὴ ἀγωγαί Plat.)

    ἐν ταῖς ἀγωγαῖς Xen. — во время (военных) переходов

    8) руководство, управление
    

(τῆς πολιτείας Polyb.)

    τέν ἀγωγέν ποιεῖσθαι τῶν πραγμάτων Polyb. — заниматься государственными делами;
    ἀ. τοῦ νόμου Plat. — руководство со стороны закона

    9) воспитание, обучение
    

(παίδων Plat.; Λακωνικέ ἀ. Polyb.; ἥ τῶν παρθένων ἀ. Plut.)

    10) поведение, образ жизни
    

(τὸ ἦθος καὴ ἥ ἀ. Arst.)

    11) направление, метод Arst.
    12) филос. направление, школа Sext.
    13) муз. система, лад
    

(ἥ διθυραμβικέ ἀ. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "αγωγη" в других словарях:

  • ἀγωγή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — η 1. τρόπος εκπαίδευσης των ανηλίκων: Η σύγχρονη αγωγή των νέων είναι πολύ διαφορετική από την πριν λίγες δεκαετηρίδες. 2. μέθοδος επιστημονική για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Θεραπευτική αγωγή, σωματική αγωγή κτλ. 3. έγγραφη προσφυγή στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωγῇ — ἀγωγῆι , ἀγωγεύς haulier masc dat sg (epic ionic) ἀγωγή carrying away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγῆ — ἀγωγεύς haulier masc nom/voc/acc dual ἀγωγεύς haulier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Παυλιανή αγωγή — (Νομ.). Στα χρόνια του πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, το 563, και κατ’ άλλους στα χρόνια του Παύλου Βιργίνιου, το 560, παραχωρήθηκε στους δανειστές το δικαίωμα να προσβάλουν τις πράξεις του οφειλέτη τους, αν αυτός, με δόλια μέσα, μειώνει την περιουσία …   Dictionary of Greek

  • ἀγωγαῖς — ἀγωγή carrying away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγαί — ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγήν — ἀγωγή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγῶν — ἀγωγή carrying away fem gen pl ἀγωγός leading masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»